- αμβλώσιμος
- -η, -ο (Α ἀμβλώσιμος, -ον)νεοελλ.αυτός που υπόκειται σε άμβλωση, που μπορεί να υποστεί άμβλωσηαρχ.αυτός που έχει σχέση με άμβλωση ή αποβολή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμβλωσις + παραγ. κατάλ. -ιμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμβλώσιμον — ἀμβλώσιμος belonging to abortion masc/fem acc sg ἀμβλώσιμος belonging to abortion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… … Dictionary of Greek